-
1 ἐπικλώθω
II. spin to one, assign, prop. of the Fates who spun the thread of destiny; also of all powers which influence men's fortunes, οὔ μοι τοιοῦτονἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον Od.3.208
, cf.4.208, etc.; ὁππότε κεν Μοῖραι ἐπικλώσωσ' (sc. θάνατον) Callin.1.9, cf. Them.Or.32.356d:—[voice] Med.,ὁππότε [θεοὶ] βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν Od.20.196
, cf. 8.579: sts. c.inf. pro acc., ; ὡςγὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι, ζώειν ἀχνυμένοις Il.24.525
(here only in Il.):—so in [voice] Act., φιτρὸν τὸν Μοῖρ' ἐπέκλωσεν ζωᾶς ὅρονἔμμεν B.5.143
;τοῦτο γὰρ λάχος.. Μοῖρ' ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν A. Eu. 335
(lyr.); ἐπεὶ τό γε (sc. θανεῖν) Μοῖρ' ἐ. CIG 3136 ([place name] Erythrae), al.—Poet. word, used by Pl.Tht. 169c τὴν.. εἱμαρμένην, ἣν <ἂν> σὺ ἐπικλώσῃς, cf. Stoic.2.319, Luc.Cont.16, DMort.30.2, Jul.Or.7.229c:—[voice] Pass., τὰ ἐπικλωσθέντα its destiny, Pl.R. 620e, cf. Lg. 957e, Plu.2.22b, 114d;ἐξ ἀρχῆς -κεκλωσμένην ἀπόβασιν Com.Adesp.295
(troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλώθω
-
2 ἐπι-κλώθω
ἐπι-κλώθω, zuspinnen, von den Göttern, zunächst den Parzen, die den Sterblichen Glück oder Unglück mit dem Lebensfaden zuspinnen, übh. verhängen, zutheilen; τὰ μὲν ἄρ που ἐπέκλωσαν ϑεοὶ αὐτοί, die Götter selbst bestimmten, verhängten es, Od. 11, 139; ἃς γάρ οἱ ἐπέκλωσεν τά γε δαίμων 16, 64; auch im med., ϑεοὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσονται ὀϊζύν 20, 196, vgl. 8, 579; auch c. inf., ϑεοί οἱ ἐπεκλώσαντο οἶκόνδε νέεσϑαι 1, 17; Il. 24, 525; τοῦτο γὰρ λάχος Μοῖρ' ἐπέκλωσεν ἔχειν Aesch. Eum. 321; Eur. Or. 12 u. sp. D., wie Plat. 22 (VII, 99); auch in Prosa, Plat. Theaet. 169 c; ἀμετάστροφα τὰ ἐπικλωσϑέντα ποιεῖν, das Geschick unveränderlich machen, Rep. X, 620 e; Sp., μοῖραι ἑκάστῳ τὸν ἄτρακτον ἐπικλώϑουσαι Luc. Char. 16; τοῦ ἐπικεκλωσμένου αὐτῷ νήματος catapl. 3; ὁ ἐπικλωσϑεὶς τῆς ζωῆς βίος Plut. Cons. Apoll. p. 350, vgl. de aud. poet. 4.
См. также в других словарях:
νέομαι — και νείομαι και συνηρ. τ. νεῡμαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω πίσω («τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (σπάν.) πηγαίνω 3. (για ποταμό) ρέω προς τα πίσω («ποταμοὺς δ ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. νέομαι <… … Dictionary of Greek